Καλοκαίρι στην Ελλάδα δεν σημαίνει μόνο διακοπές, παραλίες και γεμάτες ταβέρνες. Σημαίνει και σειρήνες, εκκενώσεις, το 112 να χτυπά ασταμάτητα. Σημαίνει τον ακήρυχτο πόλεμο με τη φωτιά.
Πίσω από τις εικόνες που βλέπουμε στις οθόνες μας, πίσω από τα ελικόπτερα και τους καμένους χάρτες, υπάρχουν άνθρωποι που αφήνουν τα πάντα πίσω τους για να βρεθούν στο πλάι των μόνιμων πυροσβεστών. Οι εθελοντές. Εκείνοι που δεν πληρώνονται, δεν έχουν εξοπλισμό της προκοπής, αλλά στέκονται απέναντι στις φλόγες επειδή πιστεύουν πως «κάποιος πρέπει να το κάνει».
Στην Αχαΐα, τρεις τέτοιοι εθελοντές μιλούν για τις στιγμές που βρέθηκαν κυριολεκτικά μέσα στην κόλαση. Για τα σπίτια που έβλεπαν να παραδίδονται στις φλόγες, για τις εκκενώσεις που έκαναν μόνοι τους, για τον φόβο – αλλά και για τη στιγμή που ένας άνθρωπος τους αγκάλιασε κλαίγοντας επειδή του έσωσαν το σπίτι.
Όσα αφηγούνται είναι ωμή αλήθεια: κουράση μέχρι εξάντλησης, μάτια που καίνε από τον καπνό, νύχτες σε δρόμους και χωράφια, και μια πολιτεία που – όπως λένε – τους έχει αφήσει μόνους. Κι όμως, συνεχίζουν. Γιατί για εκείνους, η μάχη με τη φωτιά είναι μάχη ζωής.